ἀκερωσύνη
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
dub. in Suid.
A s.v. ἀκεραιοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκερωσύνη: ἡ, στέρησις κεράτων, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ inocencia, candidez Sud.s.u. ἀκεραιοσύνη.