οἰδαλέος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδᾰλέος Medium diacritics: οἰδαλέος Low diacritics: οιδαλέος Capitals: ΟΙΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: oidaléos Transliteration B: oidaleos Transliteration C: oidaleos Beta Code: oi)dale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A swollen, οἰδαλέους ἀμφ' ὀδύνῃς πνεύμονας Archil.9.4 ; χείλη οἰ. Nic.Al.210 : in late Prose, Dsc.Eup.1.78, Aret.SD1.16, etc.: Comp. -ώτερος Alex. Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 297] geschwollen, aufgeblasen, aufgedunsen; πνεύμονες, Archil. 48; Suid. erkl. ὑγρός; sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

οἰδαλέος: -α, -ον, (οἰδέω) ἐξωγκωμένος, οἰδαλέους ἀμφ’ ὀδύνῃ πλεύμονας Ἀρχίλ. 8· οἰδ. χείλη Νικ. Ἀλ. 210.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α οἰδαλέος, -α, -ον)
εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. κερδ-αλέος)].