ἐμπαίκτης
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mocker, deceiver, LXXIs.3.4, 2 Ep.Pet.3.3, Ep.Jud. 18.
German (Pape)
[Seite 809] ὁ, der da verspottet, der Betrüger, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐμπαίζων, ὁ ἀπατῶν, ἀπατεών, Ἐπιστ. Β΄ Πέτρου γ΄, 3, Ἰούδ. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se joue de, imposteur.
Étymologie: ἐμπαίζω.