στρούθειον

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek (Liddell-Scott)

στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.