ἀμφιμάχομαι
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,
A fight round: 1 c. acc., assail, besiege, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; στρατόν 16.73. 2 c. gen., fight for, as for a prize, of defenders and assallants, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας SIG527.151 (Dreros, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 141] (s. μάχομαι), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., μάχομαι ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = προσβάλλω, ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = μάχομαι περί τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ pl. ἀμφεμάχοντο;
1 combattre autour de, acc.;
2 combattre pour, au sujet de, gén..
Étymologie: ἀμφί, μάχομαι.