περάσιμος

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περάσιμος Medium diacritics: περάσιμος Low diacritics: περάσιμος Capitals: ΠΕΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: perásimos Transliteration B: perasimos Transliteration C: perasimos Beta Code: pera/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (περάω A)

   A that may be crossed, passable, ἀὴρ ἀετῷ π. E.Fr.1047; ποταμοί Arr.An.5.9.4, cf. Scymn.818, Str.7.4.1; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.Luc.27; θαλάσσας . . π. μόχθον the labour of crossing the sea, Hymn.Is.35.

German (Pape)

[Seite 563] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.

Greek (Liddell-Scott)

περάσιμος: [ᾱ], -ον, (περάω) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, διαβατός, ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ ῥεῦμα] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut traverser, guéable.
Étymologie: περάω¹.