τρωγλίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob.
A = τρωγλοδύτης 11, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].