τρωγλίτης

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλίτης Medium diacritics: τρωγλίτης Low diacritics: τρωγλίτης Capitals: ΤΡΩΓΛΙΤΗΣ
Transliteration A: trōglítēs Transliteration B: trōglitēs Transliteration C: troglitis Beta Code: trwgli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob.

   A = τρωγλοδύτης 11, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].