Ἑλλήνιος
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
Dor. Ἑλλάνιος [ᾱ] (also in Ar.Eq.1253), α, ον,= foreg., Ζεὺς Ἑ., Ἀθανᾶ Ἑ., Rhetra ap.Plu.Lyc.6 (Συλλ- codd.); Ζεὺς Ἑ. Hdt.9.7.ά, cf.Pi.N.5.10, IG12(5).910 (Tenos), etc.; Ἀθηνᾶ Ἑ. E.Hipp.1121 (lyr.); θεοὶ οἱ Ἑ. Hdt.5.49,92.ή, Luc.Herc.2 codd., Hld.2.23. II Ἑλλήνιον, τό, Greek factory (with temples of Θεοὶ Ἑλλήνιοι) at Naucratis, Hdt.2.178; also of buildings at Arsinoe and Memphis, BGU133.6 (ii A.D.), Wilcken Chr.221 (iii B.C.). III Ἑλλανία, ἡ,= Ἑλλάς, E.Hel. 1147 (lyr.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλήνιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ζεὺς Ἑλλ. Ἡρόδ. 9. 7, 1 (ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, Ἑλλάνιε Ζεῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253)· θεοὶ οἱ Ἑλλ. Ἡρόδ. 5. 49., 92, 7. ΙΙ. Ἑλλήνιον, τό, ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 2. 178. ΙΙΙ. Ἑλλανία, ἡ, = Ἑλλάς, Εὐρ. Ἑλ. 1147, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. propre aux Grecs, d’origine hellénique;
II. subst. :
1 τὸ Ἑλλήνιον le sanctuaire des Hellènes, en Égypte;
2 ἡ Ἑλλανία dor. la Grèce.
Étymologie: Ἕλλην.