συμβολιμαῖος

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολῐμαῖος Medium diacritics: συμβολιμαῖος Low diacritics: συμβολιμαίος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: symbolimaîos Transliteration B: symbolimaios Transliteration C: symvolimaios Beta Code: sumbolimai=os

English (LSJ)

α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 979] Vergleiche od. Contracte angehend, dazu gehörend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολῐμαῖος: -α, -ον, = συμβόλαιος, Ἡσύχ. ἔνθα: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].