ἀναφυράω
From LSJ
English (LSJ)
A mix up well, Hp.Mul.2.157, Thphr.Od.25; τέφραν μετ' οἴνου ἀ. IG14.966.8.
German (Pape)
[Seite 214] daran mischen, v. l. Plat. Tim. 73 e; wieder vermischen oder anfeuchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφῡράω: ἀναμιγνύω, ζυμώνω ὁμοῦ, Ἱππ. 659. 34., 666. 9, Θθεοφρ. π. Ὀσμ. 25· τέφραν μετ’ οἴνου ἀν. Συλλ. Ἐπιγρ. 5980. 8: πρβλ. ἀναφορύσσω.
Spanish (DGE)
mezclar, embadurnar c. ac. εἴριον μαλθακὸν καὶ καθαρόν Hp.Mul.2.205 (p.394)
•c. ac. y dat. χαλβάνην μέλιτι Hp.Nat.Mul.34, cf. 32, Mul.1.84, 2.158, 205, Thphr.Od.25, Philum.Ven.24.5
•fig. ἀναζυμωθέντες καὶ ἀναφυραθέντες αὐτοῦ τῷ Πνεύματι Chrys.M.59.741, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.312B
•c. ac. y εἰς más ac. στέαρ ... εἰς εἴριον Hp.Mul.2.157, cf. Mul.2.205
•c. ac. y μετά más gen. τέφραν ... μετ' οἴνου IUrb.Rom.148.18 (II d.C.).