ἄνθισμα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
German (Pape)
[Seite 232] τό, Farbenschmuck, Schminke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθισμα: -ατος, τό, (ἀνθίζω) ἔνδυμα ἀνθηρὸν καὶ ποικιλόχρουν, «ὡς γὰρ τὸν δραπέτην τὰ στίγματα, οὕτω τὴν μοιχαλίδα δείκνυσι τὰ ἀνθίσματα» Κλήμ. Ἀλ. 258.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
vestido de colores brillantes Clem.Al.Paed.3.2.10.