Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Menander, Monostichoi, 198German (Pape)
[Seite 267] τό, Erhöhung, Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύψωμα: -ατος, τό, ὕψωμα ἢ ἀνύψωσις τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
exhaussement, élévation.
Étymologie: ἀνυψόω.