καταψεκάζω
From LSJ
Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
English (LSJ)
Att. καταψᾰκ-,
A wet by continual dropping, δρόσοι κατεψάκαζον A.Ag.561; κ. φαρμάκῳ Plu.Alex.35:—hence καταψεκ-αστέον Gp.5.39.2.
Greek (Liddell-Scott)
καταψεκάζω: Ἀττ. καταψακ-, καταβρέχω μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, καταρραντίζω, δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39.
French (Bailly abrégé)
arroser goutte à goutte.
Étymologie: κατά, ψεκάζω.