ἀμβλυώσσω
From LSJ
English (LSJ)
Att. ἀμβλυώττω, only in pres.: (ἀμβλύς):—
A to be short-sighted, have weak sight, Hp.Prorrh.2.42, etc., Pl.R.508c, al., Hp.Mi.374d; ἀ. πρὸς τὸ φῶς to be dazzled by it, Luc. Cont.1, cf. Jul.Or.5.163a; ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. Tim.27; τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυώσσω: Ἀττ. -ττω, μόνον κατ’ ἐνεστ.: (ἀμβλύς)· εἶμαι ἀμβλυωπός, μύωψ, «κοντόφθαλμος», ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 168Η, 113Ε, κτλ., Πλάτ. Πολ. 508C, D, 516E, 517D, Ἱππ. Ἐλ. 347D· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς = τυφλώττω πρὸς τὸ φῶς, ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1: ἀλλ’ ἀμβλ. τὰ τηλικαῦτα ὁ αὐτ. Τίμ. 27· τὸ ἀμβλυῶττον = ἀμβλυωγμός, Πλούτ. 2. 13Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.
Étymologie: ἀμβλύς, ὤψ.