ἐφέργω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέργω Medium diacritics: ἐφέργω Low diacritics: εφέργω Capitals: ΕΦΕΡΓΩ
Transliteration A: ephérgō Transliteration B: ephergō Transliteration C: efergo Beta Code: e)fe/rgw

English (LSJ)

   A confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.

Greek Monolingual

ἐφέργω (Α)
1. κατακρατώ, περιορίζω
2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].