ἐπαίτησις

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

ἐπαίτησις, η (Α)
1. επαιτεία
2. αίτηση, αίτημα.