παρεναλλαγή

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ἡ,

   A dislocation, Gal.14.796.

German (Pape)

[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).