λογοϊατρεία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ,
A healing only in words, v. λογίατρος.
Greek (Liddell-Scott)
λογοϊατρεία: ἡ, θεραπεία μόνον ἐν λόγοις, πρβλ. λογίατρος.
Greek Monolingual
λογοϊατρεία, ἡ (Α)
βλ. λογιατρεία.