πανορκία

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, das Alles Beschwören, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανορκία: ἡ, ἑτοιμότης πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ορκία (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ-ορκία].