πανορκία

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, das Alles Beschwören, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανορκία: ἡ, ἑτοιμότης πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ορκία (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδορκία].