κατευθυντηρία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ,
A carpenter's line, Sch.Il.15.410, EM740.42.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, die Richtschnur, Schol. Il. 15, 410, Erkl. von στάθμη. Fem. von κατευθυντήριος, richtend, E. M. 740, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατευθυντηρία: ἡ, στάθμη, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, ᾧ κανονίζεται τὰ ξύλα (στάφνη), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 410, Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 42.