μιαροσιτία

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner, schlechter Speisen, Mein. Men. p. 538.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰροσῑτία: ἡ, μιαροφαγία, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Bentl. παρὰ Meineke Μενάνδρ. 538 ἐν Ἀλέξιδος «Πυθαγοριζούσῃ» 3 (ἔνθα νῦν μικροσιτία).

Greek Monolingual

μιαροσιτία, ἡ (Α)
μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)].