Greek (Liddell-Scott)
τᾰφήιος: -η, -ον, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ταφεῖος (ὅπερ ἄχρηστον), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταφήν, ὁ χρησιμεύων εἰς τὴν ταφήν, τ. φάρος, σινδὼν δι’ ἧς ὁ νεκρὸς περιετυλίσσετο, «σάβανον», Ὀδ. Β. 99, Τ. 144, κλπ.
English (Autenrieth)
(τάφος): for burial; φᾶρος, winding-sheet, shroud. (Od.)