ταφήιος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφήιος: -η, -ον, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ταφεῖος (ὅπερ ἄχρηστον), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταφήν, ὁ χρησιμεύων εἰς τὴν ταφήν, τ. φάρος, σινδὼν δι’ ἧς ὁ νεκρὸς περιετυλίσσετο, «σάβανον», Ὀδ. Β. 99, Τ. 144, κλπ.

English (Autenrieth)

(τάφος): for burial; φᾶρος, winding-sheet, shroud. (Od.)