νομευτικός

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομευτικός Medium diacritics: νομευτικός Low diacritics: νομευτικός Capitals: ΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nomeutikós Transliteration B: nomeutikos Transliteration C: nomeftikos Beta Code: nomeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pastoral, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, Pl.Plt.267b, 267d; νομευτική alone, Ael.NA9.54.    II skilled in grazing, ib.14.16.

Greek (Liddell-Scott)

νομευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les pâtres ou le métier de pâtre, pastoral;
2 habile à faire paître le bétail.
Étymologie: νομεύω.