καρπάτινον
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
A v. καρβάτινος.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάτινον: ἴδε καρβάτιναι.
Greek Monolingual
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.