ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
v. sub στήκω.
ἑστήκω: ἴδε στήκω.
ἑστήκω: Anth. praes. от pf. ἕστηκα к ἵστημι.