πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.
καββάς (Α)ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.