βοτανίζω
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
A root up weeds, Thphr.CP3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:— Pass., ib.2.24.3.
German (Pape)
[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.
Spanish (DGE)
agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.