διαθεάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A look through, look into, examine, τι Pl.Prt.316a, Cra. 424d; δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν X.An.3.1.19.
German (Pape)
[Seite 578] genau betrachten, Plat. Crat. 424 d; Xen. An. 3, 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεάομαι: μέλλ. -άσομαι [ᾱ]· ἀποθ.· -βλέπω διὰ μέσου τινός,βλέπω μέσα εἴς τι, ἐξετάζω καλῶς, τι Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Κρατ. 424D· δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19· -οὕτω ῥημ. ἐπίθ., διαθεατέον λογισμῷ Πλάτ. Πολ. 611C.