ἐγκυλίνδω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠλίνδω Medium diacritics: ἐγκυλίνδω Low diacritics: εγκυλίνδω Capitals: ΕΓΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: enkylíndō Transliteration B: enkylindō Transliteration C: egkylindo Beta Code: e)gkuli/ndw

English (LSJ)

(ἐγκυλῑω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. -κυλίσω [ῑ]:—

   A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.    II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.

French (Bailly abrégé)

rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.