πατρολύμας

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek (Liddell-Scott)

πατρολύμας: ὁ, = πατρολέτωρ, ὁ λυμαινόμενος τὸν πατέρα, Καισάρ. 1032.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πατρολέτωρ, πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -λύμας (< λύμη «κακοποίηση, βλάβη, φθορά»), πρβλ. μουσοπαλαιο-λύμας].