οἰωνοπόλος
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
ὁ,
A one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il.1.69,6.76, A.Supp.57(lyr.) ;=Lat. augur, D.H.2.64,3.69 : as Adj., -πόλον γέρας Pi.Pae.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοπόλος: ὁ, (πέλω, πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, μάντις, ὡς οἰωνιστής, οἰωνόμαντις, Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prédit l’avenir d’après le vol ou le cri des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, πέλω.