λοπητός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπητός Medium diacritics: λοπητός Low diacritics: λοπητός Capitals: ΛΟΠΗΤΟΣ
Transliteration A: lopētós Transliteration B: lopētos Transliteration C: lopitos Beta Code: lophto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.

Greek Monolingual

λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.