Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
λοπῶ, -άω (Α) λοπός1. (για δένδρο) αποβάλλω τον φλοιό μου, ξεφλουδίζομαι2. (για συκιά) σαπίζω στη ρίζα.