λοπώ

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

λοπῶ, -άω (Α) λοπός
1. (για δένδρο) αποβάλλω τον φλοιό μου, ξεφλουδίζομαι
2. (για συκιά) σαπίζω στη ρίζα.