καλλικόμας
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.
Full diacritics: καλλικόμας | Medium diacritics: καλλικόμας | Low diacritics: καλλικόμας | Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ |
Transliteration A: kallikómas | Transliteration B: kallikomas | Transliteration C: kallikomas | Beta Code: kalliko/mas |
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.