ἐρίσπορος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίσπορος Medium diacritics: ἐρίσπορος Low diacritics: ερίσπορος Capitals: ΕΡΙΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: erísporos Transliteration B: erisporos Transliteration C: erisporos Beta Code: e)ri/sporos

English (LSJ)

ον,

   A well-sown, αἶα Opp.C.2.119.

German (Pape)

[Seite 1031] αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσπορος: -ον, καλῶς ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς ἀνάγνωσις Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.

Greek Monolingual

ἐρίσπορος, -ον (Α)
ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι- + σπόρος.