Ἡρακλεῖδαι
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
οἱ,
A the Heraclidae or descendants of Heracles, Hdt.1.7, etc.; title of play by Euripides.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡρακλεῖδαι: οἱ, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 1. 7, 13, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
Ἡρακλεῖδαι: οἱ, οι Ηρακλείδες, οι απόγονοι του Ηρακλή, σε Ηρόδ.