ἐπιγενεσιουργός
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
German (Pape)
[Seite 932] = γενεσιουργός, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγενεσιουργός: -όν, = γενεσιουργός, Κλήμ. Ἀλ. 668.
Greek Monolingual
ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].