μιξόμβροτος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ον, for μιξόβροτος,
A half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.