ἐγκέλευστος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ον,
A urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.