ἀκρέσπερος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A on edge of evening (ἄκρος 11), hence, at nightfall, Nic.Th.25 (cf. Sch.), AP7.633 (Crin.); τὴν ἀκρέσπερον [νύκτα] Arist.HA619b21, as cited by Ath.8.353b (ἀρχέσπερον codd. Ath., ἄχρις ἑσπερίου codf. Arist.):—neut. ἀκρέσπερον as Adv., Theoc.24.77; but, on approach of evening, Hp.Epid.7.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρέσπερος: -ον, = κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ἑσπέρας (πρβλ. ἄκρος ΙΙ), Νικ. Θ. 25, Ἀνθ. Π. 7. 633: ἀκρέσπερον, ὡς ἐπίρρ., Ἱππ. 1216Β, Θεόκρ. 24, 75, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 353Β λέγει τὴν ἀρχέσπερον (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρέσπερον).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait au commencement de la nuit, sur le soir.
Étymologie: ἄκρος, ἑσπέρα.