ὑπερκατάληκτος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον,
A hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.
German (Pape)
[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.