δυσπόριστος
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
ον,
A hard to come by or procure, opp. εὐπ., Epicur. Ep.3p.63U., cf. Phld.Herc.1251.12, D.H.1.37, D.Chr.7.152, Muson. Fr.18A p.94 H., Plu.2.156f; σχήματα Alex.Fig.1.1; δ. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν J.AJ19.2.5; τὸ δ. difficulty of getting, τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu verschaffen, D. Hal. 1, 37 u. Sp.; τὸ δ., die Schwierigkeit etwas anzuschaffen, Plut. Sol. 23.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόριστος: -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., δυσκολία περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.
Étymologie: δυσ-, πορίζω.