φιλέορτος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέορτος Medium diacritics: φιλέορτος Low diacritics: φιλέορτος Capitals: ΦΙΛΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: philéortos Transliteration B: phileortos Transliteration C: fileortos Beta Code: file/ortos

English (LSJ)

ον,

   A fond of feasts, εἰρήνη Ar.Th.1147 (lyr.); Σύροι Hdn.2.7.9.

German (Pape)

[Seite 1276] Feste liebend, Freund von Festen, Feiertagen, εἰρήνη Ar. Th. 1147.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέορτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἑορτάς, εἰρήνη Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 1147.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλέορτος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έορτος (< ἑορτή), πρβλ. ἀν-έορτος].