ἀσυνύπαρκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A incapable of coexisting, A.D.Conj.221.8, Alex.Aphr.Quaest.97.28, S.E.P.2.202, Simp.in Cat.381.13.
German (Pape)
[Seite 381] nicht zusammen, neben einander bestehend, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνύπαρκτος: -ον, ὁ μὴ συνυπάρχων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 202.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede coexistir τὰ ἐναντία Alex.Aphr.Quaest.97.28, Iambl.in Nic.p.74, ἀξιώματα S.E.P.2.202, τὰ μέρη S.E.M.8.81, ἀ. ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ Didym.Gen.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.in Cat.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad de dos frases, A.D.Coni.221.8.