δυσάλωτος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to catch or take, ἄγρα Pl.Ly.206a (Comp.); of birds and fish, Arist.HA615a17,599b25; ἐρύματα Ph.2.133. 2 hard to conquer, ἀρχά A.Pr.167 (lyr.); πάθος Luc.Abd.18 (Sup.); immune, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις δ. σῶμα Gal.4.742; πρὸς νόσους Sor.1.32 (Comp.): c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, S. OC1723(lyr.). 3 hard to comprehend, Pl.Ti.51a (Sup.).
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu fangen, einzunehmen; ἀρχή Aesch. Prom. 196; ἄγρα Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Uebertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλωτος: -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, ἄγρα Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) δύσληπτος, δυσνόητος, Πλάτ. Τιμ. 51Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à prendre ; difficile à conquérir ; δυσάλωτος κακῶν SOPH hors de l’atteinte du malheur.
Étymologie: δυσ-, ἁλίσκομαι.