λασιοχαίτης
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek (Liddell-Scott)
λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
Greek Monolingual
λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο-χαίτης, κυανο-χαίτης)].