χορδοπώλης
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in musical strings, Critias 67D.
German (Pape)
[Seite 1365] ὁ, Darmsaitenhändler, Critias bei Poll. 7, 154.
Greek (Liddell-Scott)
χορδοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωνῶν χορδὰς μουσικῶν ὀργάνων, Κριτίας 57.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής χορδών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -πώλης].