χρυσόρρυτος
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ον,
A gold-streaming, A.Pr.805; νάματα Supp.Epigr.4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. χρυσόρυτος.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόρρυτος: -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. χρυσόρυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui roule de l’or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.