χρυσόρρυτος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόρρῠτος Medium diacritics: χρυσόρρυτος Low diacritics: χρυσόρρυτος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: chrysórrytos Transliteration B: chrysorrytos Transliteration C: chrysorrytos Beta Code: xruso/rrutos

English (LSJ)

χρυσόρρυτον, gold-streaming, A.Pr.805; νάματα Supp.Epigr.4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. χρυσόρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui roule de l'or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.

German (Pape)

[ῡ], von Gold fließend, Gold mit sich führend, νᾶμα Aesch. Prom. 807.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόρρυτος: -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. χρυσόρυτος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσόρυτος και χρυσεόρ(ρ)υτος Α
αυτός που παρασύρει με το ρεύμα του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -ρρυτος (< ῥυτός «ρευστός»), πρβλ. ἀργυρόρρυτος].

Greek Monotonic

χρῡσόρρῠτος: -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, -ον, γοναὶ χρυσόρρυτοι, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ.

Middle Liddell

χρῡσόρ-ρῠτος, ον,
gold-streaming, Aesch.:—poet. χρῡσόρῠτος, ον, γοναὶ χρ., of Perseus the son of Danae, Soph.

English (Woodhouse)

flowing with gold

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)